φιλοβάσανος

φιλοβάσανος
-ον, Α
αυτός που τού αρέσουν οι δυσκολίες τής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + βάσανος «πόνος, ταλαιπωρία, δοκιμασία, κάκωση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”